- ακολύμπητος
- η, -ο [κολυμπώ]1. αυτός που δεν έχει κολυμπήσει, ή που δεν τόν βούτηξαν στο νερό2. ο αβάφτιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακολύμπητος — η, ο αυτός που δεν κολύμπησε ή δεν κολυμπά: Ήταν ο μόνος από τη συντροφιά που έμεινε ακολύμπητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)